September 19, 2024

Στο Φτερό / Φάρσα-μπαλέτο καθόλου ασθενής

 

«Κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου / Σκηνοθεσία: Αιμίλιος Χειλάκης-Μανώλης Δούνιας.
 
Ο ηλικιωμένος, εύπορος αστός Αργκάν, χήρος υγιέστατος αλλά  υποχόνδριος μέχρι γελοιότητος και, επιπλέον, σπαγκοραμμένος, ζει με τη δεύτερη σύζυγό του Μπελίνα -που τον ανέχεται και υποκρίνεται πως τον νοιάζεται ενώ στο 
μυαλό της μόνο την κληρονομιά έχει ελπίζοντας πως ο Αργκάν δεν θα αργήσει να εκλείψει-, την κόρη του από τον πρώτο του γάμο Αγγελική, ερωτευμένη με τον νεαρό Κλεάνθη, και την Τουανέτ, το πανέξυπνο, πανούργο «δουλικό» τους 
που θέλει να την αποκαλούν «οικονόμο» και που κινεί τα νήματα, προσπαθώντας, με τον Βεράλδο, αδελφό του αφεντικού της, να συνεφέρουν τον Αργκάν -έως και σε γιατρό μεταμφιέζεται η Τουανέτ- και να τον πείσουν ότι σκάει από υγεία και πως μόνο κατά φαντασίαν ασθενής είναι, πράγμα που τον κάνει έξαλλο. Ο Αργκάν θέλει, επιπλέον, να παντρέψει την Αγγελική με τον σχολαστικό, σαχλό και ηλίθιο, με το ζόρι
γιατρό Θωμά Ντιφουαρούς -ετερόφωτο γιο του επίσης γιατρού Ντιφουαρούς στον οποίο ο Θωμάς είναι προσκολημμένος-, με μόνη δικαιολογία για την επιμονή του ότι... θέλει να έχει γαμπρό έναν γιατρό του χεριού του. Η Τουανέτ και ο Βεράλδος βοηθούν την Αγγελική καταστρώνοντας ένα σχέδιο: πείθουν τον Αργκάν να υποκριθεί τον πεθαμένο για να μετρήσει τις αντιδράσεις των  
ανθρώπων του. Η «χήρα» Μπελίνα ανακουφισμένη ξεσπάει δημόσια σε πανηγυρισμούς που απαλλάχτηκε ενώ η Αγγελική, που η Μπελίνα θέλει να την κλείσει σε μοναστήρι για να μη διεκδικήσει την περιουσία του Αργκάν, όπως και δικαιούται, κλαίει τον πατέρα της ειλικρινά, μαζί με τον Κλεάνθη της. Ο «νεκρός», επιτέλους, καταλαβαίνει και «ανασταίνεται». Δίνει δρόμο στην Μπελίνα και στον γιατρό Πιργκόν που τον εκμεταλλευόταν και τον
είχε ταράξει στα καθάρσια, ενώ και το ντούο Ντιφουαρούς, επίσης, φεύγει και δέχεται να δώσει το χέρι της Αγγελικής στον αγαπημένο της. Αλλά τι θα γίνει με τις «αρρώστιες» του; Ο υποχόνδριος δεν βάζει μυαλό εύκολα... Ο αδελφός του τον πείθει πως η καλύτερη λύση είναι να γίνει ο ίδιος γιατρός, λύση που του αρέσει και την αποδέχεται. Τελευταία (1673) κωμωδία του Μολιέρου, ο «Κατά φαντασίαν ασθενής» είναι καταρχάς μία φάρσα. Αλλά
 
μία φάρσα εκεί που την έφτασε ο Μολιέρος: ένα ψυχογράφημα του Αργκάν, μία οξεία σάτιρα της ιατρικής της εποχής του και της κοινωνίας της. Με λαμπερούς διαλόγους, έξυπνες καταστάσεις, σκηνική οικονομία, με τη φόρμα 
κωμωδία-μπαλέτο. Ο Αιμίλιος Χειλάκης που συνυπογράφει τη σκηνοθεσία με τον Μανώλη Δούνια, ο οποίος έκανε και την ελεύθερη απόδοση και με τον οποίο συνεργάζονται αποδοτικά τα τελευταία χρόνια, δημιούργησε, πρώτα, μαζί του, μία διασκευή. Επιτυχημένη διασκευή. Κρατώντας τα βασικά πρόσωπα, καταργώντας μερικά, όπως την Λουιζόν, μικρή κόρη της οικογένειας -κρίμα που
λείπει αυτή η υπέροχα τρυφερή σκηνή Αργκάν-Λουιζόν-, μεγαλώνοντας το ρόλο του Πιργκόν που τον «προάγει» σε εραστή της Μπελίνας και κάνοντας περικοπές στο κείμενο, όπως το μεγάλο φινάλε με την ψευτο-αναγνώριση του 
Αργκάν ως γιατρού. Και επέμεινε να αναδείξει το επίπεδο της φάρσας. Αλλά μιας φάρσας γκροτέσκας μεν αλλά διακριτικής, έξυπνης και καθόλου χυδαίας. Η οποία, αντλώντας  από το πρωτότυπο ύφος της κωμωδίας-μπαλέτου, όπως χαρακτηρίζεται και είναι το έργο, με τη βοήθεια της πολύ καλής μουσικής του Θοδωρή Οικονόμου και
της πληθωρικής αλλά καλόγουστης διαρκούς κίνησης που δίδαξε η Έλενα Γεροδήμου, έχει ως αποτέλεσμα μία φάρσα-μπαλέτο, εύρυθμη, με χιούμορ, που, εύστοχα, αντλεί από την κομέντια έως τα κόμικς. Τα απολύτως καλόγουστα παστέλ χρώματα των απλών σκηνικών του ταλαντούχου Γιώργου Γαβαλά -μία σειρά από πόρτες, οι πόρτες της φάρσας-, φωτισμένα από τον Νίκο Βλασόπουλο και τα φωτεινά, χαρούμενα, ελκυστικά κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη, μαζί με το μακιγιάζ και τις περούκες, προσφέρουν ένα καλαίσθητο, ανοιχτόκαρδο περιβάλλον στην παράσταση. Με 
ικανότητες και καλά διδαγμένοι και δεμένοι οι νέοι της παράστασης Βίκυ Διαμαντοπούλου (Αγγελική), Παναγιώτης Γαβρέλας (Κλεάνθης), Νίκος Γκέλια (Βεράλδος), Γιώργος Ζυγούρης (Θωμάς) και Δημήτρης Φιλιππίδης (Πιργκόν). Βρήκα κάπως σκληρή την Μυρτώ Αλικάκη (Μπελίνα) και κάπως ανόρεχτο τον Θοδωρή Ρωμανίδη (Κύριος Ντιφουαρούς). Η Αθηνά Μαξίμου εξυπηρετεί με κέφι το ρόλο-κλειδί της Τουανέτ. Αλλά άξονας της παράστασης είναι ο Αιμίλιος Χειλάκης (Αργκάν). Που αποδεικνύει και αναδεικνύει την κωμική πλευρά του ταλέντου του. Με μέτρο, με χιούμορ, με απόλυτο έλεγχο, χωρίς φτήνιες. Απολαυστικός! Μία παράσταση και μία ερμηνεία που αξίζει να δείτε (Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου).
 
(Με καλά ψαγμένα κείμενα, το καλόγουστο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης).
 
Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής», Φεστιβάλ Ηλιούπολης 2024, «ΠΚ Τεχνηχώρος ΕΕ», 15 Σεπτεμβρίου 2024. 

September 17, 2024

Κάτω οι «φερετζέδες»! Τα ονόματα, δώστε τα ονόματα…

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 234
 

Άριστο θα ταν, αν όχι υποχρεωτικό, όταν το υπουργείο Πολιτισμού ανακοινώνει τις επιχορηγήσεις θεάτρου και χορού, να αναφέρονται όχι μόνον τα ονόματα των επιχορηγούμενων θιάσων/ομάδων αλλά και τα ονόματα των νομίμων εκπροσώπων τους. Διότι πίσω από τίτλους, όπως, για (φανταστικό) παράδειγμα, «Χρυσή  Αυλαία», «Τέχνες στο Μπλέντερ», «Διπλούς Οφθαλμός», «Per Amore dell’ arte», «Dum Spiro», «Flying Dancers» κλπ κλπ. που δε λένε, στους περισσότερους, τίποτα, κρύβονται πρόσωπα. 
Κι όταν διαβάσουμε τα ονόματά τους, τότε και μόνον τότε μπορούμε να ψάξουμε και ν’ ανακαλύψουμε ευκολότερα τυχόν διασυνδέσεις, συγγένειες, συμφέροντα, διαπλοκές.... Ειδεμή οι δημοσιοποιούμενοι σκέτοι τίτλοι ίσως και να χρησιμεύουν απλώς ως φερετζέδες, άντε ως μάσκες θεατρικές, για να ρίξουν στάχτη στα μάτια... Ε;

September 15, 2024

Λυδία Κονιόρδου: ένα Εθνικό Κεφάλαιο

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 233

 

Είδα και τις πολύ αραιά παιζόμενες «Ικέτιδες» (χρονολογούνται, περίπου, μεταξύ 466 και 459 π.Χ.) του Αισχύλου, μια συμπαραγωγή του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου» και του «Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν», σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη. Δύσκολη, αφηγηματική, κυρίως, τραγωδία (η πρώτη μιας τριλογίας που περιλαμβάνει στη συνέχεια τους «Αιγύπτιους» και τις «Δαναΐδες» και το σατυρικό δράμα «Αμυμώνη»), φορτωμένη μυθολογικές αναφορές, με τις πενήντα κόρες του Δαναού να καταφεύγουν με τον πατέρα τους απ’ την Αίγυπτο στο Άργος, όπου έχουν τις ρίζες τους μέσω της ταλαιπωρημένης απ’ τον Δία και την Ήρα, Ιώς, ζητώντας, απ’ τον βασιλέα του Πελασγό, άσυλο για να μην αναγκαστούν να παντρευτούν, διά της βίας, τους πενήντα γιους του Αιγύπτου, αδελφού του πατέρα τους, που τις καταδιώκουν.
Η σκηνοθέτρια Μαριάννα Κάλμπαρη προσπάθησε να τονώσει το ενδιαφέρον για το έργο με δραματουργικές αλλαγές, όπως η προσωποποίηση δυο απ’ τα μέλη του Χορού ως Υπερμνήστρα και Αμυμώνη, στις οποίες μετέφερε το κύριο βάρος του λόγου των στασίμων -αποδυναμώνοντας, όμως, έτσι, το Χορό που, ουσιαστικά, είναι ο πρωταγωνιστής του έργου -και με προσθήκες από άλλα σχετικά κείμενα. Παράλληλα, ανέθεσε το ρόλο του Πελασγού σε γυναίκα ηθοποιό και πρόσθεσε μια διαρκώς παρούσα ενεργά χορεύτρια (Χριστίνα Σουγιουλτζή) ως σύμβολο της Ιώς, καθώς και ως σολίστ την πολύ in Μαρίνα Σάττι την οποία εμείς, πάντως, δεν είδαμε στο «Θέατρο των Βράχων» του Βύρωνα -άλλα μέτρα, άλλα σταθμά… Αποφάσεις που δύσκολα κρύβουν τη σκοπιμότητά τους… 
Με μεγάλα μείον το ψυχρό, μεταλλικό σκηνικό-σκαλωσιά και τα κοστούμια της Χριστίνας Κάλμπαρη (τα κορίτσια του Χορού, με κοντές, λευκές φουστίτσες, μαύρα παπουτσάκια με λουράκια και μακριές έως το γόνατο καλτσούλες, ο Δαναός ντυμένος ως ναύαρχος Νέλσον και ο Αιγύπτιος Κήρυκας ως πανκιό…), τις εντελώς άχαρες, παιδαριώδεις χορογραφίες της Χριστίνας Σουγιουλτζή, δίκην γυμναστικών επιδείξεων δημοτικού, την άχρηστη, κατά τη γνώμη μου, «συμβολική» παρουσία της χορεύτριας που σκαρφαλώνει στις σκαλωσιές αμολώντας ένα «συμβολικό» κόκκινο ύφασμα- εξαντλημένο εύρημα της δεκαετίας του ’70-, η παράσταση καρκινοβατεί.
Και θα μου άφηνε δεινές εντυπώσεις. Αν δεν τις μείωναν η εξαιρετική φωνητική απόδοση του Χορού που τον συγκροτούν, βασικά, τα μέλη του συγκροτήματος Chόres, η Λένα Παπαληγούρα (στιβαρή Υπερμνήστρα) κυρίως και η Λουκία Μιχαλοπούλου (Αμυμώνη). Αλλά, πάνω απ όλα, η παρουσία κι η ερμηνεία της Λυδίας Κονιόρδου (Πελασγός). Με λάμψη αμείωτη, με τεχνική ανυπέρβλητη, με απόλυτη κυριαρχία στην ορχήστρα, με μέτρο, με λόγο εξαντλητικά δουλεμένο και βαθιά χωνεμένο, με συναίσθημα ελεγχόμενο, η Λυδία Κονιόρδου αποδεικνύει γι άλλη μια φορά ότι είναι το πιο εύπλαστο, το σημαντικότερο όργανο που διαθέτει -στο αρχαίο δράμα τουλάχιστον- το ελληνικό θέατρο. Ένα Εθνικό Κεφάλαιο (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).

September 7, 2024

Στο Φτερό / Όλα πένθος

 
«Ηρακλής μαινόμενος» του Ευριπίδη / Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς.
 
Στην Θήβα βασίλευε ο Κρέων. Και μαζί του ζούσαν, με τα τρία τους παιδιά, η κόρη του Μεγάρα και ο μυθικός ήρωας Ηρακλής που την είχε παντρευτεί, καθώς και ο -τυπικά, καθότι ήταν γιος του Δία...- πατέρας του Ηρακλή, ο Αμφιτρύων. Ο Ηρακλής βρίσκεται στο στάδιο της πραγματοποίησης του δωδέκατου
άθλου που του έχει ζητήσει -απαιτήσει-  ο Ευρυσθέας, βασιλιάς της Τίρυνθας: να κατεβεί στον Άδη και να φέρει στη γη τον τρομερό τρικέφαλο σκύλο Κέρβερο που φυλάει τις πύλες του. Ο Ηρακλής έχει πολύ καθυστερήσει και όλοι πια
πιστεύουν ότι είναι νεκρός -ποιος γυρίζει από τον Άδη;... Ο διεκδικητής της βασιλείας Λύκος επωφελείται, σκοτώνει τον Κρέοντα και τους γιους του, σφετερίζεται το θρόνο και 
ετοιμάζεται να σκοτώσε, επίσης, την Μεγάρα, τον Αμφιτρύωνα και τα παιδιά. Αλλά, ξαφνικά, εμφανίζεται ο Ηρακλής -ναι, γύρισε από τον Άδη! Έχει φέρει στον Ευρυσθέα τον Κέρβερο και, φεύγοντας από τον Άδη,
έχει  πάρει μαζί του, ζωντανό, και τον βασιλιά της Αθήνας, τον Θησέα. Σκοτώνει τον Λύκο αλλά, πριν προλάβει να εξαγνιστεί, η θεά Ήρα που φθονεί τον Ηρακλή ως γιο του συζύγου της Δία
από το σμίξιμό του με την Αλκμήνη, στέλνει με την Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, την «ειδικευμένη» Λύσσα η οποία, κατά διαταγή της Ήρας, τρελαίνει τον Ηρακλή: σκοτώνει ο ίδιος την Μεγάρα και τα παιδιά τους πιστεύοντας πως πρόκειται για τον Ευρυσθέα και τα δικά του παιδιά. Μόλις συνέρχεται και συνειδητοποιεί το αποτρόπαιο έγκλημά του -σκηνή που θυμίζει Αίαντα στον «Αίαντα» του Σοφοκλή και Αγαύη στις «Βάκχες» του ίδιου του Ευριπίδη-,
είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει, όταν ο ευγνώμων, φίλος του πια, Θησέας που εμφανίζεται τον αποτρέπει, τον στηρίζει και τον παίρνει μαζί του πείθοντάς τον
να αντιμετωπίσει γενναία την τραγωδία του, ως πραγματικός ήρωας. Ο «Ηρακλής (μαινόμενος)» (416 π.Χ.) του Ευριπίδη δεν ανήκει στις «δημοφιλείς» τραγωδίες και στην Ελλάδα έχει παιχτεί πολύ λίγες φορές -αγνοώ τους λόγους. Σήμερα ηχεί σαν ένα έργο σκοτεινό, με πολιτικό πρόσημο -ο αγώνας για την εξουσία-, που τη λύτρωση την προσφέρει μέσα από τον άνθρωπο και όχι από τους θεούς. Ο Δημήτρης Καραντζάς, πάνω στην καθαρή, θεατρική μετάφραση
της Μαίρης Γιόση, έστησε μία επίσης καθαρή παράσταση χωρίς σκηνοθετισμούς και χωρίς τάσεις επίδειξης και εφέ. Μία παράσταση σκοτεινή, βουτηγμένη στο πένθος,  αλλά και με ρυθμούς άψογους, με μέτρο, με στιλ το οποίο δεν γίνεται στιλιζάρισμα. Δεν ξέρω πόσο έχει επέμβει η δραματουργική επεξεργασία την οποία συνυπογράφουν ο σκηνοθέτης με τον  Αντώνη Αντωνόπουλο, πάντως καμία «παραφωνία» δεν αντιλήφθηκα. 
Αντίθετα, τη μικρή περικοπή του φινάλε, που αφήνει την τελευταία λέξη στον γέροντα Αμφιτρύωνα -«κι εμένα ποιος θα με θάψει;»- και που εντόπισα, τη βρήκα συγκλονιστική, ένα τέλος οντολογικό. Το σκηνικό του Κώστα Σκουρλέτη -αυτό το μεγάλο μαύρο κουτί που κρύβει ή ξεσκεπάζει τα αποτρόπαια-, φωτισμένο άψογα από τον Δημήτρη Κασιμάτη, και τα μαύρα κοστούμια της 
 
Ιωάννας Τσάμη ντύνουν αρμονικά το πένθος που διατρέχει το έργο και που το επιτείνει η παράσταση. Βρήκα με οξύτητες τις μουσικές
του επί σκηνής Φώτη Σιώτα -προσωπικά θα τις ήθελα πιο διακριτικές- και κάπως χοντροκομμένη την κίνηση (Τάσος Καραχάλιος) του πενταμελούς Χορού που τον απαρτίζουν, πάντως, ικανοί ηθοποιοί (Γιάννης Κλίνης, Γκαλ Ρομπίσα, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αντώνης Αντωνόπουλος). Ο Γιώργος Γάλλος (Αμφιτρύων) και ο Αινείας Τσαμάτης (Λύκος) ικανοποιητικοί αλλά ξεχώρισα τις τρεις γυναίκες της διανομής: την Στεφανία Γουλιώτη πρώτα (άψογη Μεγάρα), την εξαίρετη Άννα Καλαϊτζίδου (Λύσσα) και τη δυναμική Ηρώ Μπέζου (Ίρις). Ο Νίκος Μήλιας (Θησέας) δίνει υποσχέσεις για μία πολύ καλή εξέλιξη. Η σκηνή του με τον Ηρακλή, αυτή η τρυφερότητα, η ανθρωπιά, ο ύμνος
στη φιλία που αναδίνει, με άγγιξαν βαθιά. Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης είναι ηθοποιός με προσόντα αλλά δεν έχει το μέγεθος για το ρόλο του Ηρακλή -δεν με έπεισε. Είναι καλύτερος, δοσμένος και με ωραίες στιγμές, στη σκηνή μετά τη συνειδητοποίηση των φόνων που διέπραξε. Αχίλλειος πτέρνα της παράστασης, κατά τη γνώμη μου: εντάξει, τα ατομικά μικρόφωνα έχουν πια καθιερωθεί,
αλλά ποιος ο λόγος η σκηνοθεσία να ζητάει από τους ηθοποιούς, κυρίως του Χορού, επιπλέον, μέσα από τα μικρόφωνα, να κραυγάζουν; Αυτή η επιλογή ψευδίζει τα αισθήματα. Σαν να προσπαθούν, όσο πιο πολύ φωνάζουν, να μας πείσουν για το δίκιο τους… Εν πάση περιπτώσει, κατά τη γνώμη μου, μία ενδιαφέρουσα, καλόγουστη παράσταση, με πολλές καλές στιγμές (Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα).

(Ικανοποιητικότατο το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -επιμέλεια ύλης Αντώνης Αντωνόπουλος. Πολύ προσεγμένο το έντυπο πρόγραμμα του Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων - καλλιτεχνική επιμέλεια εντύπων Γιώργος Βαβυλουσάκης).

Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη – Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης, Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων», 8 Ιουνίου 2024 

(Την παράσταση παρακολούθησα με ευγενική πρόσκληση του Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων»).

August 8, 2024

Το πρώτο ελληνικό «Μεμοράντουμ»

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 232 
 
Το «Memorandum» («Υπόμνημα», 1965) του Τσέχου Βάτσλαβ Χάβελ -κατοπινού Προέδρου της Τσεχοσλοβακίας (1989-1992) μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, και, μετά την απόσχιση της Σλοβακίας, πρώτου Προέδρου της Τσεχικής Δημοκρατίας(1993-2003)-, ένα έργο πολιτικό, ανεβάζει απ’ τις 14 Νοεμβρίου η ομάδα «The Young Quill», στο θέατρο «Μπέλλος». Τη σκηνοθεσία υπογράφει η Αικατερίνη Παπαγεωργίου, με τους Αλέξανδρο Βάρθη, Θανάση Βλαβιανό, Τάσο Λέκκα, Αλεξάνδρα Μαρτίνη, Φάνη Μιλλεούνη, Ελίζα Σκολίδη, Ορέστη Χαλκιά στη διανομή.
Στο σχετικό δελτίο Τύπου αναφέρεται ότι το «Μεμοράντουμ» του Χάβελ «στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’70, ως σχόλιο κατά της χούντας των συνταγματαρχών». Όντως. Να συμπληρώσω ότι το ανέβασε, τη σεζόν 1973/1974, με τον «Ελεύθερο Κύκλο» που ’χε, τότε, δημιουργήσει, ο Κανέλλος Αποστόλου, στο θέατρο «Ριάλτο» της Κυψέλης. Η καινούργια παράσταση ανεβαίνει, σε δραματουργική επεξεργασία Κωvσταντίνου Ζωγράφου, ακριβώς, στη μετάφραση που ’χε κάνει, για τη παράσταση του 1973, ο ίδιος ο σκηνοθέτης της Κανέλλος Αποστόλου -και που κυκλοφορεί
απ’ τις Εκδόσεις «Ύψιλον» (2009).   Με δεδομένη την εξαιρετική επιτυχία, καλλιτεχνική και ταμειακή που συνάντησε, πέρσι, στο θέατρο «Μπέλλος», η παράσταση  του έργου του Ματέι Βισνιέκ «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» απ’ την Αικατερίνη Παπαγεωργίου και την ομάδα «The Young Quill», την οποία η σκηνοθέτρια ίδρυσε στο Λονδίνο το 2018, το νέο εγχείρημα αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εξάλλου η χειμωνιάτικη σεζόν 2024/2025 της ομάδας θ’ ανοίξει στις 3 Οκτωβρίου με την περσινή παράσταση «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» που θα παίζεται έως το τέλος Οκτωβρίου.