Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 08. ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 08. ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

24.5.20

«Δεν ήταν απλώς ονόματα σε μία λίστα. Ήταν εμείς»



πηγή: ethnos.gr

«Δεν ήταν απλώς ονόματα σε μία λίστα. Ήταν εμείς». Με αυτό τον τίτλο και με ένα άκρως συγκλονιστικό πρωτοσέλιδο κυκλοφορεί η κυριακάτικη έκδοση των New York Times. Δεν επιλέγουν καμία φωτογραφία που μπορεί να σοκάρει ούτε γεμίζουν την πρώτη σελίδα με βαρύγδουπες εκφράσεις, κλισέ, πολλές φορές, στη δημοσιογραφική γλώσσα. 

Κάνουν όμως το αυτονόητο για όλους εμάς, που καθημερινά ακούμε για νεκρούς αλλά δεν βλέπουμε τους ανθρώπους· ακούμε μόνο νούμερα αυτών που χάνουν τη ζωή τους σαν να μην πρόκειται για ανθρώπινες απώλειες, ανθρώπινες ψυχές που δεν κατάφεραν να νικήσουν τον κορονοϊό αλλά για νούμερα σε μία μακρά λίστα που αφήνει στο πέρασμά της η φονική πανδημία του κορονοϊού. 

Οι αρχισυντάκτες της αμερικανικής εφημερίδας αυτή τη φορά έχουν κάνει κάτι συγκλονιστικό: Εχουν γεμίσει την πρώτη σελίδα με τα ονόματα 1.000 ανθρώπων που έπεσαν θύματα του φονικού ιού στις ΗΠΑ. Και δίπλα στα ονόματά τους, η ηλικία τους και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό από μια σημαντική στιγμή στη ζωή τους, για να μάθει κάθε αναγνώστης, κάθε άνθρωπος που θα δει αυτό το πρωτοσέλιδο ότι αυτά τα θύματα του κορονοϊού όπως και χιλιάδες άλλα παγκοσμίως δεν ήταν απλά ονόματα σε μια λίστα ούτε απλώς νούμερα στην καθημερινή ενημέρωση των εκάστοτε υπευθύνων που έχουν διοριστεί από τις κυβερνήσεις των χωρών. Ηταν άνθρωποι. Ηταν ανθρώπινες ζωές, που το νήμα τους κόπηκε άδοξα και ίσως και πρόωρα λόγω της φονικής πανδημίας. «Οι θάνατοι πλησιάζουν τις 100.000 στις ΗΠΑ, η απώλεια ανυπολόγιστη». 

Μένει μόνο αυτό το πρωτοσέλιδο να γίνει μάθημα στην καθημερινότητά μας ότι οι ανθρώπινες απώλειες δεν είναι απλά νούμερα. 

16.4.20

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος διαβάζει αποσπάσματα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο σε δική του μετάφραση (cd των Εκδόσεων Εντευκτηρίου)

μη χάσετε ένα μοναδικό ακρόαμα

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος διαβάζει αποσπάσματα
από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο
σε δική του μετάφραση

Σε ψηφιακό δίσκο (cd) των Εκδόσεων Εντευκτηρίου

Μπορείτε να το λάβετε 
σε ψηφιακή μορφή 
έναντι 5,00 ευρώ 
ή ταχυδρομικώς έναντι 10,00 ευρώ, εφόσον καταθέσετε το ποσόν σε τραπεζικό λογαριασμό
Πληροφορίες και παραγγελίες: e-mail: entefkti@otenet.gr | τηλ. 2310 279607)





Αποσπάσματα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, σε δική του μετάφραση, διαβάζει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος σε ψηφιακό δίσκο (cd) που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου.



Πρόκειται για αποσπάσματα που αναφέρονται στα περιστατικά από την είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα μέχρι και την ανάστασή του.



Οι απαρχές της μετάφρασης του Ευαγγελίου από τον Χριστιανόπουλο χρονολογούνται πενήντα χρόνια πριν Ο ίδιος έχει πει για το ζήτημα αυτό: «Ολα ξεκίνησαν το 1955, που υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία και, μέσα σε όλες τις δυσκολίες της στρατιωτικής ζωής, ένιωσα έντονη την ανάγκη να στηριχθώ κάπου και να βρω από κάπου παρηγοριά. Και φυσικά δεν υπήρχε σπουδαιότερο στήριγμα από το Ευαγγέλιο, οπότε σκέφτηκα ν’ αρχίσω να μεταφράζω. Αρχισα με τον Ματθαίο, που είναι το πρώτο στη σειρά. Αργότερα είδα ότι αυτό που ήθελα, να μεταφράσω όλα τα Ευαγγέλια, ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου, γι’ αυτό έμεινα μόνο στο πρώτο. […] Την περίοδο εκείνη ένιωθα πιο πιστός χριστιανός, Αργότερα, οι προσανατολισμοί μου άλλαξαν αισθητά. Αλλά πάλι δεν σταμάτησα τη μετάφραση, παρόλο που στη δεύτερη αυτή φάση το ενδιαφέρον μου ήταν περισσότερο φιλολογικό και μεταφραστικό. Εκ των υστέρων βλέπω ότι όλα αυτά με ωφέλησαν, γιατί με βοήθησαν να προσπελάσω ένα τόσο μεγάλο κείμενο από όλες τις πλευρές.»

Είναι φανερό ότι η μετάφραση αυτή αποτελεί έργο ζωής για τον ποιητή, καθώς πηγάζει από τις χριστιανικές καταβολές του και δίνει διέξοδο στη χριστιανική του αγωνία, την οποία, όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο ίδιος στην “αυτοκριτική” του (στο δοκίμιό του «Επ’ εμοί»), δέχτηκε από τον Τ. Σ. Ελιοτ και τον Καβάφη, και έτσι προχώρησε «κάνοντας τα πρόσωπα από την Αγία Γραφή προσωπεία των εξομολογήσεών » του.

Χρειάστηκαν περίπου σαράντα χρόνια για να ολοκληρωθεί η επεξεργασία της μετάφρασης και να ξεπεραστούν οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί του δημιουργού της, που οφείλονταν στην «ομολογουμένη τελειομανία» αλλά και στον σεβασμό του προς τη γλώσσα του πρωτοτύπου.

Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, που γράφηκε καταρχάς στα εβραϊκά, πιθανόν το 63 μ.Χ. και κατόπιν μεταφράστηκε στην κοινή ελληνική, ο Χριστιανόπουλος το θεωρεί ως «[…] το πιο δύσκολο. Οχι μόνο για τον θεολογικό του χαρακτήρα αλλά και για τη γλώσσα του, που παρουσιάζει αρκετές ιδιομορφίες. Από την άλλη μεριά θεωρείται το πιο αυθεντικό αλλά και το πιο πλήρες, έχει αρχιτεκτονική συγκρότηση και διασώζει αρκετά καλά τη ζωντάνια της κοινής ελληνικής και τον ποιητικό χαρακτήρα της αραμαϊκής στην εποχή του Χριστού. 

Τέλος, το Ευαγγέλιο του Ματθαίου είναι το πιο ωραίο, γιατί περιέχει ολόκληρη την επί του όρους ομιλία και περιγράφει με τον δραματικότερο και αναλυτικότερο τρόπο τα πάθη του Κυρίου».


Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο προσείλκυσε τους μεταφραστές της Αγίας Γραφής ήδη από τον 17ο αιώνα, με κορύφωση τη γνωστή μετάφραση του 1901, η οποία προκάλεσε τα «Ευαγγελιακά», τα γνωστά αιματηρά επεισόδια που έγιναν στην Αθήνα και σημάδεψαν ιδεολογικά το γύρισμα του αιώνα.

Ωστόσο, στο τέλος του ίδιου αιώνα, ο σύγχρονος μεταφραστής του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου δήλωνε: «Δεν γνωρίζω αν οι σημερινοί αναγνώστες έχουν αληθινό ενδιαφέρον για το Ευαγγέλιο, ή απλώς επηρεάζονται από τη μόδα που άρχισε με τους νεοορθόδοξους»Πάντως, ο Χριστιανόπουλος “ομολογεί”: «Η μετάφρασή μου προς το παρόν απευθύνεται στους πιστούς αλλά και στους διανοουμένους, και θα χαιρόμουν αν κάποτε την υιοθετούσε και η επίσημη Εκκλησία…»

Ανεξάρτητα όμως από τη γλωσσική μορφή στην οποία είναι γραμμένο το Ευαγγέλιο, η δύναμη και η γοητεία του παραμένουν αδιαμφισβήτητες. «Μισό αιώνα διαβάζω λογοτεχνία», γράφει ο Χριστιανόπουλος, «μα τη δύναμη και τη γλύκα που έχουν τα λόγια του Χριστού δεν τη βρήκα αλλού πουθενά».

Κεντρική διάθεση: Κέντρο του Βιβλίου, Λασσάνη 3, Θεσσαλονίκη (τηλ. 2310 237463), Εκδόσεις του 21ου, Ζαλόγγου 9, Αθήνα (Γιάννης Νικολόπουλος, τηλ. 210 380052) και στο Εντευκτήριο (τηλ. 2310 279607)








6.4.18

Σήμερα μαύρος ουρανός



Μπορεί να μη θρησκεύομαι εδώ και χρόνια, ωστόσο τα τροπάρια, οι ύμνοι και οι μελωδίες της Μεγάλης Βδομάδας ασκούν μεγάλη γοητεία επάνω μου, ίσως ακόμη μεγαλύτερη από αυτήν που ένιωθα παιδί ως παπαδάκι στο ιερό της εκκλησίας του Αγίου Ελευθερίου στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης.
Θυμάμαι πάντα με ξεχωριστή συγκίνηση τη μητέρα μου, συχωρεμένη από χρόνια, να τραγουδάει κλαίγοντας κάθε Μεγάλη Παρασκευή, με μελωδική και λυγμική φωνή, το «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα». Την ηχογράφησα κάποτε και χρησιμοποίησα το τραγούδισμά της σε μια εκπομπή μου στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ2, με τίτλο «Θρήνος και θάνατος στο δημοτικό τραγούδι». Δυστυχώς, έκανα την απρονοησία να "μιξάρω" με το τραγούδισμα της μητέρας μου την εκφώνηση των τίτλων της εκπομπής και να μην το περιλάβω ολόκληρο και ακέραιο μέσα στην εκπομπή. 

Καλή Ανάσταση, όπως κι αν την εννοεί ο καθένας!

Γιώργος Κορδομενίδης

12.9.17

1968

                                                     


γράφει ο Βασίλης Δασκαλάκης

Έξι ετών, κεφάλι γουλί
με μια ουλή μελλοθανάτου στο κάτω χείλι 
πρόσωπα τρομαγμένα
έτοιμα (;) για ένταξη στον μηχανισμό  
της πατρίδας

Σκληρότατη νηπιαγωγός τραβάει αυτιά
όλοι και όλα σε σειρά, όλα εν τάξει 
εμείς με σφεντόνες ακόμα ζητάμε παιχνίδια
με γάτες και πουλιά! Τι όμορφα πλάσματα!
Πετάνε, τα ζηλεύω

Κι εγώ με μπλε ποδιά
Πόσο θέλω να δραπετεύσω, να φύγω, να παίξω
να πετάξω!
Τότε με ξύλινα σπαθιά ομάδες-γειτονιές
κάναμε πόλεμο
(Ωστόσο ήρθε κι ο έφορος να στρατολογήσει προσκοπάκια)

Και να τα πρώτα τραύματα όχι από τα βέλη
αλλά από την πρώτη μέρα στο σχολειό
από τον ανελέητο πόλεμο
στο πολύβουο μελίσσι της καρδιάς μου

Ο Βασίλης Δασκαλάκης γεννήθηκε το 1962 στις Μοίρες Ηρακλείου. Ζει και εργάζεται στη Βέροια. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Διαδικασία αναβολής (2011) και Προσομοίωση (2013) από τις Εκδόσεις Ενδυμίων. Συμμετείχε στο συλλογικό έργο  Ανθολογία του Ποιητικού Πυρήνα (2012), των ίδιων εκδόσεων. Φέτος κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου η συλλογή του Παράλληλη μνήμη ]
Πρώτη δημοσίευση στο παρόν blog του Εντευκτηρίου.
-->

11.9.17

Το λευκό που ξεχώριζε



γράφει η Γεωργία Τριανταφυλλίδου

Πήγα πρώτη  Δημοτικού  το σχολικό έτος 1974-1975. Με γαλάζια ποδιά και γιακαδάκι άσπρο. Πότε ολόκληρο πλεκτό με το τσιγκελάκι από τη γιαγιά μου και πότε πικεδένιο αλλά με μια λεπτή δαντέλα στο τελείωμα, την περίφημη μπιμπίλα. Αυτό το σημειώνω  για όποιον νομίζει ότι  οι ποδιές εκείνης της εποχής ήταν μια θανάσιμη πλήξη. Δεν ήταν. Και επιπλέον, έδιναν την ευκαιρία στις μαμάδες να διακριθούν. Θυμάμαι πόσες φορές μας σταμάτησαν στον δρόμο ―στην πρώτη Δημοτικού πάντα σε πηγαινοφέρνει στο σχολείο η μαμά, όταν φυσικά δεν εργάζεται―, για να θαυμάσουν τον γιακά στην ποδιά μου και να ρωτήσουν ευγενικά αν μπορούσαν να δανειστούν το σχέδιο. Θυμάμαι αυτή την αμηχανία που ένιωθα καθώς κοντοστεκόμασταν και μια άλλη κυρία περιεργαζόταν το εργόχειρο γύρω από τον λαιμό μου. Πήγα πρώτη Δημοτικού φορτωμένη τα, προσαρμοσμένα για σχολική χρήση, πετσετάκια της  χρυσοχέρας γιαγιάς μου, και με τη μαμά μου να καμαρώνει που τους μπαίναμε στο μάτι με την πρωτοτυπία του σχεδίου. Ήμουν ένα καλοπλεγμένο παιδί!

Το κτίριο του Δημοτικού σχολείου (και μετέπειτα Γυμνασίου 
στην πλατεία Ταπητουργείων της Κάτω Τούμπας, 
απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Θεράποντα (1959)
Πηγή: Φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Λεοντσίνη 
(από το βιβλίο Η Τούμπα των προσφύγων)

Για κάποιον λόγο που δεν θυμάμαι, δευτέρα Δημοτικού μεταφερθήκαμε από το καινούργιο σχολείο 
―και για μία μόνο χρονιά― σ' αυτό. Νομίζω ότι κατεδαφίστηκε την επομένη.

Το σχολείο ήταν ολοκαίνουργιο και είχε χρωματιστές πόρτες. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, είχε από δύο τμήματα σε κάθε τάξη. Επίσης, όταν ανέβαινες τάξη, ανέβαινες και όροφο. Άλλαζε χρώμα και η πόρτα σου. Στην πρώτη τάξη ήμουν στο ισόγειο, στην κίτρινη πόρτα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της χρονιάς έπεσα σε βαθύ έρωτα για έναν μαθητή της τετάρτης, του πρώτου ορόφου, χρώματος πόρτας σκούρου μπλε. Τον θαύμαζα κρεμασμένο από το χερούλι της, όταν ήταν επιμελητής. Φαινόταν στην αυλή από την τζαμαρία του διαδρόμου του ορόφου. Είχε το παρατσούκλι «Καραβάκας».
Το σχολείο μου ήταν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα Κάτω Τούμπας. Το σημερινό του όνομα είναι  19ο δημοτικό. Τότε λεγόταν 98ο. Πήγα απολύτως προετοιμασμένη, με  τσάντα και κασετίνα από τον Κλαουδάτο και σβήστρες που μοσχομύριζαν. Αυτές τις είχα πάντα για μόστρα και έσβηνα με τις κοινές. Δεν ήξερα να διαβάζω. Γνώριζα μόνο να γράφω το όνομά μου, και  είχα φτάσει ήδη κατάκοπη ώς εκεί: λεγόμουν Γεωργία Τριανταφυλλίδου και περιείχα κάτι περισσότερο από το μισό αλφάβητο.

Πρωτοπήγα σχολείο με χαρά, σχεδόν με ανακούφιση.  Θα γλίτωνα επιτέλους από τον παιδικό σταθμό της Πρόνοιας με το απίστευτο όνομα «Άννα Μαρία», στον οποίο υπέφερα τρία ολόκληρα χρόνια και κοιμόμουν εκεί και το μεσημέρι, ενώ η μαμά μου δεν ήταν εργαζόμενη και θα της το φυλάω όσο ζω που με άφηνε να κοιμάμαι εκεί το μεσημέρι. Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να βάλαμε και κάποιου είδους μέσο για να υφίσταμαι αυτό το απαίσιο βασανιστήριο…  Η πρώτη Δημοτικού σήμαινε  ευτυχία και ανεξαρτησία, εγώ το μεσημέρι ήμουν σπίτι, και φυσικά κανείς δεν μπορούσε να με βάλει για ύπνο αφού αγέρωχη απαντούσα «έχω μαθήματα». Τα μαθήματα αυτά μου τα έβαζε η ομορφότερη  και η ευγενικότερη δασκάλα του κόσμου, η κυρία Ουρανία Περδικάτση-Παπαβασιλείου, μέχρι και την τρίτη τάξη. Χρόνια μετά, κι ενώ γεννούσα τον δεύτερό μου γιο, μπήκε στο δωμάτιό μου της Γενικής κλινικής  αναζητώντας το νεογέννητο εγγόνι της. Κοιταχτήκαμε  στα μάτια. Κυρία Ουρανία, είπα. Μόνο αυτό. Και άνοιξε την αγκαλιά της η κυρία μου που μου έμαθε ότι η ορθογραφία είναι τρόπος να ζεις τη ζωή σου με καλαισθησία.

Γεωργία Τριανταφυλλίδου (Θεσσαλονίκη, 1968). Ζει στην Καβάλα. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές· τελευταία: Δανεικά αγύριστα (2017) ]

Πρώτη δημοσίευση στο blog του Εντευκτηρίου.

Το κουδούνι



γράφει η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου


Σ’ όλον τον δρόμο μέχρι το σχολείο δεν συνάντησε ψυχή. Μόνο τον ίσκιο του είδε κάνα-δυο φορές ν’ αλλάζει απότομα θέση και τινάχτηκε. Ας είναι, ο ήλιος έφταιγε. Έκαψε την άσπρη σάρκα του και πέρασε μέσα της. Τον ζάλιζε.
Σεπτέμβρης, πρώτη μέρα στα θρανία, κι έψαχνε το σχολείο όπου πρωτοδιορίστηκε. Η βλάστηση είχε καλύψει τον άσπρο του μαντρότοιχο· η σιδερένια αυλόπορτα μόλις διακρινόταν. Στα κάγκελά της κρεμόταν η μακριά αλυσίδα, πλεγμένη με κλαδιά. Την ώρα που αναρωτιόταν πότε πρόλαβε και σκούριασε, άκουσε πνιχτά τα γέλια των παιδιών· τα καλοκαίρια παραβίαζαν το λουκέτο κι έπαιζαν στον περίβολο. Ορίστε, σήμερα είχαν έρθει πριν από αυτόν. Καθάρισε μερικά κλωνάρια κι έσπρωξε την πόρτα προς τα μέσα. Ίσα που χώρεσε να περάσει από το μικρό άνοιγμα με το πλάι, παίρνοντας μαζί του και μερικά φρέσκα κλωνάρια. Αν δεν άκουγε το κουδούνι να χτυπάει μπορεί και να είχε προσπεράσει. Το ηλεκτρικό ρολόι με το κουδούνι, δώρο ομογενούς εξ Αμερικής, από τις καλές εποχές· όλο κόλλαγε στη μία το μεσημέρι.


Δεν τα πήγαινε καλά με τον χρόνο. Κάποτε τον μέτραγε στον τοίχο· γραμμούλες κάθετες για τις μέρες, οριζόντιες για τους μήνες, σταυρό για τα χρόνια. Κάθε σταυρός και ένας κύκλος. Σταύρωνε τον κύκλο και τον κήδευε πάνω στον άσπρο τοίχο. Όταν κατάλαβε πως δεν είχε πια σημασία, έπαψε· τους ακύρωσε όλους με μεγάλα Χ. Γέμισε ο τοίχος ακυρωμένους κύκλους, γεμάτους γραμμούλες χωρίς σημασία. Και ύστερα, λες και ο τοίχος κατάπινε τις γραμμούλες, τις έκρυβε μέσα στο άσπρο χρώμα του. Σε μια αντανάκλαση του άσπρου είδε και τη φιγούρα του να γίνεται τοίχος. Άσπρα τα μαλλιά του, άσπρα τα μάτια και το στόμα του, άσπρα τα νύχια και τα ρούχα του. Σαν μια άσπρη σκόνη να έβγαινε από τα εντόσθια του τοίχου και να τον τύλιγε. Τότε παραιτήθηκε, έκλεισε τα μάτια του και αρνιόταν να τ’ ανοίξει. Μετά από καιρό, άκουσε κάποιους να ψιθυρίζουν πως η σκόνη κατακάθισε, και τότε τόλμησε. Τα μισάνοιξε. Όμως, το άσπρο είχε κολλήσει μέσα από τα βλέφαρά του, κι έκανε τις εικόνες του θολές. Ο γιατρός είπε πως αυτό θα έφευγε με τον καιρό, όχι τελείως μα θα έβλεπε καλύτερα.  
Πρώτη μέρα στο σχολείο και είχε αργήσει· φώναξε προσκλητήριο και ήταν όλοι εκεί. Ένας-ένας έβγαιναν από τη σκιά και παρουσιάζονταν μπροστά του. Ακόμα και ο επιστάτης, που έμενε αθέατος πίσω από την κολώνα, με το παλιό κουδούνι στο χέρι ― σε περίπτωση που θα κόλλαγε πάλι το ηλεκτρικό. 
«Ρε Παπανικολάου, πού είσαι; Φανερώσου» του φώναξε, σφίγγοντας τα βλέφαρα. Φανερώθηκε. Όλοι παρόντες. Έξω από το παράθυρο τούς παραφύλαγε η μαρμάρινη στήλη με τα ονόματα των ευεργετών του σχολείου.



«Εσύ μπαινόβγαινες;»
«Κάνα-δυο φορές. Την τελευταία μάς κυνήγησαν κάτι φτιαγμένοι. Δεν είναι να μπλέκεις.» 
«Πότε τον είδες;»
«Την ώρα που έμπαινε, χτύπαγε το ηλεκτρικό κουδούνι.»
 «Εσύ πήγες καμιά χρονιά σ’ αυτό το σχολείο;»
«Σου φαίνομαι για προπολεμικός; Κι ο πατέρας μου μετά τον πόλεμο γεννήθηκε.»
«Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να το ξαναφτιάξει;»
«Του Δημοσίου είναι. Πού θες να ξέρω...»
«Άλλο τι ξέρεις;»
            «Βομβαρδίστηκε στην υποχώρηση. Πέτρα πάνω στην άλλη δεν έμεινε. Ούτε ένα παιδί δεν βγήκε ζωντανό. Μόνο το κουδούνι σώθηκε. Μισόν αιώνα μετά την καταστροφή κι ακόμα να το αποσυνδέσουν. Βαράει κάθε πρώτη μέρα του σχολείου, μεσημέρι στη μία. Τον δάσκαλο τον βρήκαν αναίσθητο στα χαλάσματα. Σήμερα τον είδα για πρώτη φορά. Έμαθα πως τον κλείσανε ξανά στο τρελάδικο.»

[ Η Κατερίνα Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε το 1956 στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Σπούδασε σκηνογραφία-ενδυματολογία. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Είναι τελειόφοιτη του Μεταπτυχιακού Τμήματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στην κατεύθυνση της συγγραφής. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου κυκλοφορεί το βιβλίο της Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες (2017) ].

Πρώτη δημοσίευση στο παρόν blog του Εντευκτηρίου